Νησίδα Πυργούσα και οι Πύργοι της

Βαθμολογία Χρηστών:
Βαθμολογία Google:

Περιγραφή

Η νησίδα Πυργούσα ή Περγούσα, έκτασης 1, 2 τ. χλμ., βρίσκεται 6 μίλια δυτικά της Νισύρου και αποτελεί μία από τις έξι νησίδες που περιβάλλουν τη Νίσυρο. Μαζί με την Παχειά και την Κανδελιούσα, ανήκει στη συστάδα των νησίδων στα δυτικά-νοτιοδυτικά της Νισύρου. Η δημιουργία της Πυργούσας και της Παχειάς, προηγείται χρονολογικά της Νισύρου, καθώς τα δύο αυτά νησιά, σχηματίστηκαν την πρώτη περίοδο της ηφαιστειακής δράσης στην περιοχή, πριν από 1,6 εκ.χρόνια. Αντίθετα με την ορεινή και αλίμενη Παχειά, οι ακτές της Πυργούσας είναι πιο ομαλές και στο ανατολικό τμήμα τους σχηματίζουν μικρή προσβάσιμη αμμουδιά. Την εύφορη πεδινή έκταση στο κέντρο του νησιού χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Νισύρου από την αρχαιότητα έως και τις αρχές του 20ου αιώνα για καλλιέργεια και κτηνοτροφία. Κατάλοιπα αυτής της δραστηριότητας είναι εγκαταλελειμμένοι στάβλοι, αλώνια και πλήθος χαμηλών πετρόκτιστων αναλημματικών τοίχων (βασταδιών), ενώ σώζεται επιμήκης ξερολιθικός τοίχος, ύψους 2-2,5 μ., που χωρίζει το νησί σε δύο τμήματα.
Επιφανειακή κεραμεική, οψιανοί Μήλου και Γυαλιού μαρτυρούν την κατοίκηση της Πυργούσας τουλάχιστον από την Τελική Νεολιθική (4η χιλιετία π.Χ.). Η ονομασία του νησιού οφείλεται στην παρουσία δύο αρχαίων πύργων στο βορειότερο τμήμα του, τους οποίους αναφέρει ο Γερμανός αρχαιολόγος Ludwig Ross κατά την επίσκεψή του στη Νίσυρο, το 1841.
Οι αρχαίοι πύργοι καταλαμβάνουν τα ψηλότερα σημεία της νησίδας, με μέγιστο υψόμετρο 81 μ., και απέχουν μεταξύ τους 420 μ. Έχουν τετράγωνη κάτοψη και είναι κτισμένοι κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα δόμησης από ογκώδεις λιθοπλίνθους βασαλτικού ανδεσίτη, ενός σκληρού ηφαιστειογενούς υλικού παρόμοιου με το υλικό δόμησης του αρχαίου τείχους στο Παλαιόκαστρο της Νισύρου. Η επιμελημένη τοιχοποιία, με κύφωση (φούσκωμα) στην εξωτερική όψη των λιθοπλίνθων και ορθογωνικούς οδηγούς λαξευμένους στις γωνίες των κτισμάτων, τοποθετεί τους πύργους στον 4ο αι. π.Χ., εποχή στην οποία χρονολογείται και το Παλαιόκαστρο.
Ο νοτιοδυτικός πύργος, δεσπόζει σχεδόν στο κέντρο του βορειότερου τμήματος του νησιού. Έχει τετράγωνη κάτοψη, με πλευρά μήκους 8,70 μ. και διατηρεί 10 δόμους, σε ύψος 5 μ. Φαίνεται πως ήταν τουλάχιστον διώροφος, με στενές θυρίδες στο ύψος του ορόφου. Ένας δυσδιάκριτος σήμερα περίβολος που διατηρεί τις παραστάδες της θύρας του, όριζε την αυλή γύρω από τον πύργο. Κατάλοιπα βοηθητικών κτισμάτων, αρχαίοι ληνοί, δεξαμενή και θραύσματα χρηστικών σκευών, ελληνιστικών κυρίως χρόνων, φανερώνουν ότι ο πύργος αποτελούσε το οχυρό μέρος οργανωμένης αγροτικής εγκατάστασης.
Ο δεύτερος και μεγαλύτερος σε μέγεθος πύργος είναι θεμελιωμένος σε φυσικό βραχώδες ύψωμα στο βορειοανατολικό άκρο της νησίδας. Τετράγωνης κάτοψης, με πλευρά μήκους 13 μ., σώζεται σε μέγιστο ύψος 6 δόμων. Έχει κτιστεί κατά το ψευδοϊσόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα και εδράζεται στον φυσικό βράχο, ενσωματώνοντας κατάλληλα διαμορφωμένα τμήματα αυτού στο χαμηλότερο μέρος των τοίχων του. Στο μέσον της νότιας πλευράς σώζεται θύρα, με κλίμακα ανόδου, σωζόμενου μήκους 7 μ., προς τον όροφο ή την επίπεδη στέγη του κτίσματος. Στον περιβάλλοντα χώρο, εκτός από ίχνη περιβόλου πολυγωνικής τοιχοδομίας, δεν εντοπίζονται άλλα κτήρια που να παραπέμπουν σε αγροτική δραστηριότητα. Αντίθετα, η στρατηγικά επιλεγμένη θέση του, στο βορειοανατολικό άκρο της Πυργούσας, με ευρύ οπτικό πεδίο προς την αρχαία πόλη της Νισύρου στα δυτικά, το Γυαλί και την Κέφαλο της Κω στα βόρεια και δυνατότητα ελέγχου του θαλάσσιου περάσματος από τις Κυκλάδες προς τη μικρασιατική Κνίδο, φανερώνει την κύρια χρήση του ως παρατηρητήριο και ως φρυκτώριον, δηλαδή ως σημείο εκπομπής φωτεινών σημάτων προς τα οχυρά με τα οποία επικοινωνούσε οπτικά.
Όλοι γενικά οι πύργοι που υπάρχουν σε πολλά νησιά της Δωδεκανήσου και των Κυκλάδων αποτελούσαν μέρος ευρύτερου δικτύου άμυνας. Οι περισσότεροι χρονολογούνται από τα μέσα του 4ου έως και τον 3ο αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία έχει παύσει η κυριαρχία του αθηναϊκού στόλου στο Αιγαίο. Χωροθετημένοι σε στρατηγικές θέσεις και σε άμεση γειτνίαση με πεδινές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ταυτίζονται με το οχυρό μέρος αγροτικών εγκαταστάσεων στην ύπαιθρο του άστεως, όπου μπορούσαν να βρουν καταφύγιο οι αγρότες σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής. Η ανέγερσή τους σε επιλεγμένα σημεία ελέγχου θαλασσίων διαδρομών συνδέεται με έναν κεντρικό αμυντικό σχεδιασμό. Στην περίπτωση της Πυργούσας θα μπορούσε να αποδοθεί στην πολιτική θωράκισης της περιοχής από τον δυνάστη της Καρίας Μαύσωλο και τους διαδόχους του (γνωστούς ως δυναστεία των Εκατομνιδών), οι οποίοι για μικρό διάστημα (355-332 π.Χ.) είχαν αποκτήσει τον έλεγχο της Ρόδου, της Κω και των κοντινών στην κνιδιακή χερσόνησο νησιών.

Τοποθεσία:
Νησίδα Πυργούσα, Νίσυρος, Τ.Κ. 85303

Μέσο Πρόσβασης:
Με πλοιάριο, κατόπιν πεζή

Πρόσβαση ΑμεΑ:
Όχι

Ώρες λειτουργίας:
Ανοιχτό επί μονίμου βάσεως

Κόστος εισόδου:
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

icon_map@2x

Χάρτης Πρόσβασης

Εικονική Περιήγηση

Ηχητικό Περιεχόμενο

Pyrgousa island and its towers
Νησίδα Πυργούσα και οι Πύργοι της

Φωτογραφικό Υλικό

Βιβλιογραφία

Σαμψών, Α. 1988. Η Νεολιθική κατοίκηση στο Γυαλί Νισύρου. Αθήνα. (Παράρτημα IV, σελ. 250-252)., Κουτελάκης, Χ. 1990. «Η Νίσυρος και τα γύρω μικρονήσια στο βιβλίο Ναυσιπλοϊας του P. Reiss», Νισυριακά 11. (ελάχιστη αναφορά στη σελ. 118), Σκανδαλίδης, Μ.Ευ. 1994. «Το πολύνησο της Νισύρου. Γεωγραφική, Ιστορική και Ονοματολογική προσέγγιση», Νισυριακά 13. (συγκεκριμένα, σελ. 343, 351-352), Κουμέντος, Ν.Ι. 1999. Τοπική Ιστορία της Νισύρου. Από την προϊστορική εποχή μέχρι και την ελληνιστική περίοδο. Βιβλίο Δεύτερο. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου – Επαρχείο Κω – Νισύρου. Κως. (συγκεκριμένα, σελ. 60-61, 85), Μαραγκού, Λ. 2005. Αμοργός ΙΙ. Οι αρχαίοι πύργοι. Αθήναι. (συγκεκριμένα, σελ. 323-326), Φιλήμονος-Τσοποτού, Μ. 2011. «Πυργούσα», στο Ν. Χρ. Σταμπολίδης, Γ. Τασούλας, Μ. Φιλήμονος-Τσοποτού (επιμ.), Άγονη Γραμμή. Ένα αρχαιολογικό ταξίδι στο Καστελλόριζο, στη Σύμη, στη Χάλκη, στην Τήλο και τη Νίσυρο, 332-335. Αθήνα: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης & Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού. , Φιλήμονος-Τσοποτού, Μ. 2012. «Περγούσα», ΑΔ 56 (2001-2004), Χρονικά Β’6, Αιγαίο, 345-348., Φιλήμονος-Τσοποτού, Μ. 2013. «Το Παλαιόκαστρο της Νισύρου», Νισυριακά 20, 154-157.
Scroll to Top