Η Παναγία Ποταμίτισσα είναι ο μητροπολιτικός Ναός της Νισύρου από το 1837. Αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου, πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου αλλά και στις 26 Δεκεμβρίου, γιορτή της Συνάξεως της Θεοτόκου, καθώς, παλαιότερα, τότε επισκέπτονταν το νησί Νισύριοι της διασποράς. Βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού του Μανδρακίου, αριστερά του δρόμου που οδηγεί από την πλατεία Δημαρχείου προς τη μονή της Παναγίας της Σπηλιανής. Το προσωνύμιο Ποταμίτισσα (το οποίο έχει επικρατήσει έναντι των σπανιότερων Ποταμιώτισσα ή Ποταμιανή), που χαρακτηρίζει, εκτός από την εκκλησία, την Ενορία αλλά και τη γειτονική πλατεία, οφείλεται στον ποταμό -χείμαρρο ουσιαστικά- που σχηματιζόταν, όταν τα νερά της βροχής, κυλώντας από τις ψηλότερες συνοικίες, συγκεντρώνονταν σε ρέματα κοντά στη θέση της σημερινής εκκλησίας, προτού καταλήξουν στη θάλασσα. Ο ναός κτίστηκε στα μέσα του 19ου αι. στη θέση παλαιότερου, μικρότερων διαστάσεων. Σύμφωνα με την παράδοση, την περιοχή κάλυπτε πυκνός καλαμώνας που στα μέσα του 16ου αι. περιέβαλλε ασκηταριό, όπου φυλασσόταν μικρό εικόνισμα της Γέννησης της Θεοτόκου. Στη θέση αυτού κτίστηκε η νέα Μητρόπολη, γνωστή και ως «Γραία». Ο ναός κατέχει σημαίνουσα θέση στη θρησκευτική συνείδηση των Νισυρίων. Πέραν της σημασίας του ως ιερό προσκύνημα χιλιάδων πιστών και τη σύνδεσή του με αρκετές θαυματουργές εμφανίσεις της Παναγίας, υπήρξε τόπος αφύπνισης εθνικού φρονήματος, καθώς, επί Τουρκοκρατίας, οι Αρχές του νησιού συγκαλούσαν εδώ όλα τα συνέδρια που αφορούσαν τον αγώνα για ανεξαρτησία.
Από αρχιτεκτονικής άποψης, ανήκει στον τύπο των μονόχωρων βασιλικών ορθογώνιας κάτοψης που στεγάζονται με υστερογοτθικά νευρωτά σταυροθόλια. Έχει επικρατήσει, οι ναοί του ιδιάζοντος αυτού ρυθμού, με σαφείς επιρροές από τη δυτική αρχιτεκτονική, να λέγονται «Δωδεκανησιακού τύπου», καθώς απαντούν αποκλειστικά στην περιοχή της Δωδεκανήσου. Συγκεκριμένα, ο τύπος κάνει την εμφάνισή του και εξελίσσεται στα μέσα του 18ου αιώνα, αρχικά στην πόλη και μετά στην ύπαιθρο της Ρόδου, για να διαδοθεί στη συνέχεια ταχύτατα στα περισσότερα νησιά της Δωδεκανήσου και απέναντι, στους ελληνικούς χριστιανικούς οικισμούς των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο Δωδεκανησιακός τύπος ναού βρήκε ευρεία εφαρμογή και στη Νίσυρο, όπως αποδεικνύουν οι συνολικά έξι σταυροθολιακὲς εκκλησίες που κατασκευάστηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Η ακριβής χρονολόγηση της Ποταμίτισσας παραμένει προβληματική, σύμφωνα όμως με έγγραφο του αρχείου της Ιεράς Μονής Σπηλιανής, εγκαινιάστηκε λίγο πριν το 1837. Μέχρι τότε, ως ενοριακοί, λειτουργούσαν κάποιοι μικρότεροι κτητορικοί ναοί. Η σημερινή Μητρόπολη λέγεται ότι οικοδομήθηκε από τον Μαστρο-Γιώργη τον Συμαίο, ο οποίος φέρεται να έκτισε επίσης τον κεντρικό ναό των Νικιών και το καθολικό της μονής της Κυράς στον Εμπορειό. Περισσότερα χρονολογικά στοιχεία διαθέτουμε για τις μεταγενέστερες επεμβάσεις που δέχθηκε το κτίσμα: ο πρόναος, που αρχικά αποτελούσε το προαύλιο του οικοδομήματος, όπου έστεκε και το κωδωνοστάσιο, προστέθηκε το 1860. Το νέο καμπαναριό ανεγέρθηκε το 1906, ενώ ο γυναικωνίτης το 1908. Το 1980 επιστρώθηκε με μαρμάρινες πλάκες το δάπεδο της εκκλησίας, το οποίο αρχικά καλυπτόταν με χοχλάκι. Σήμερα διατηρείται μόνο το βοτσαλωτό δάπεδο του πρόναου, διακοσμημένο με γεωμετρικά μοτίβα.
Η τοιχογράφηση του ναού έγινε σταδιακά. Αγιογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1920 σε τρεις οριζόντιες ζώνες που περιτρέχουν όλο τον ναό με έργα αναγεννησιακού ύφους, από τον αγιογράφο Σ. Ζυγιάννη. Μια δεύτερη, μη πλήρης, φάση αγιογράφησης, ίσως στο πλαίσιο ανακαίνισης, έγινε το 1930-1931 από τον ιερομόναχο αγιογράφο Κ. Σαλουκάκη. Η τρίτη και πιο πρόσφατη φάση, υλοποίηθηκε μεταξύ του 1984 και του 1990, από την αγιογράφο Ειρήνη Βλάχου Τζωρτζάκη με βοηθό τον σύζυγό της, Ιωάννη. Το στρώμα των παλαιότερων τοιχογραφιών είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, όταν καλύφθηκε με νέο. Τεχνοτροπικά, τα έργα έχουν επιρροές από την παράδοση που εισάγεται από τον του Μανουήλ Πανσέληνο, ζωγράφο του Πρωτάτου του Αγίου Όρους, σε μια εξελικτική ωστόσο μορφή της, όπως επικράτησε στους μεταγενέστερους χρόνους, σε συνδυασμό με την τεχνική του Φώτη Κόντογλου.
Το ξυλόγλυπτο, ρωσικής τεχνοτροπίας, τέμπλο του 1863 κοσμείται με ανάγλυφους δράκους και άνθη. Αριστερά της Ωραίας Πύλης, η κύρια λατρευτική εικόνα του ναού, εικονίζει την Παναγία στον τύπο της Οδηγήτριας, όπως αναφέρει και η επιγραφή «ΜΡ (Μήτηρ) ΘΥ (Θεού) Η ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ». Καλύπτεται με αργυρή επένδυση. Επιγραφή στο κάτω μέρος της μας πληροφορεί ότι πραγματοποιήθηκε το 1784, δια χειρός Ιωάννη Αναγνώστη, γνωστού Νισύριου τεχνίτη, έργα του οποίου έχουν εντοπιστεί στη Ρόδο, την Κάρπαθο και την Τήλο. Πρόκειται για εικόνα καλής ποιότητας, πιθανώς του 17ου αι. Οι υπόλοιπες δεσποτικές εικόνες, φιλοτεχνημένες στα μέσα του 19ου αι., πιθανώς όλες από το ίδιο χέρι, είναι μέτριας τέχνης και δυτικής τεχνοτροπίας. Εξαίρεση αποτελεί η εικόνα του Ιωάννη του Προδρόμου, στα δεξιά της Ωραίας Πύλης, αξιόλογο έργο, πιθανώς του 18ου αι. Μπροστά από όλες τις δεσποτικές εικόνες, επί του τέμπλου, έχουν τοποθετηθεί ομώνυμες φορητές μικρότερων διαστάσεων. Στο προσκυνητάρι, επάργυρη εικόνα της Γέννησης της Θεοτόκου και αργυρή εικόνα της Παναγίας, επιγράφεται «Η ΜΕΓΑ ΣΠΙΛΕΟΤΙΣΑ» και αναφέρει το έτος 1834.
Τοποθεσία:
Μανδράκι, Νίσυρος, Τ.Κ. 85303
Μέσο Πρόσβασης:
Πεζή
Πρόσβαση ΑμεΑ:
Πιθανή
Ώρες λειτουργίας:
–
Κόστος εισόδου:
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ